μνημείοις

μνημείοις
μνημεΐοις , μνημεῖον
memorial
neut dat pl (ionic)
μνημεί̱οις , μνημεῖον
memorial
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • гробъ — ГРОБ|Ъ (562), А с. 1. Ров: и гробъ ископавъ, въньже въпаде (λάκκον) ГА XIII–XIV, 204в; <П>толомѣи бо, събравъ хѹдожникы, ˫ако да сдѣлають кѹмиръ Артемидінѹ, по дѣлѹ же, гробъ велии ископавъ и лесть скрывъ, повелѣ хѹдожникомъ в немь вечерѩти …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”